Κάποτε, τότε που τα λιτρίβια δούλευαν με αλώνια, μυλόπετρες και τσούλια οι παλαιοί ελαιοπαραγωγοί έλεγαν «λάδι άσσος» και ήταν ικανοποιημένοι, εννοώντας ότι είχε οξύτητα 1 βαθμό και διότι το προϊόν τους ήταν αρίστης ποιότητος ελαιόλαδο. Από τότε κύλησε αρκετός καιρός, τα φυγοκεντρικά ελαιοτριβεία κατέλαβαν την θέση των παλαιών και τον «άσσο» τον αντικατέστησαν οι «γραμμές». Πλέον για να χαρακτηρισθεί εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 0,8 δέκατα. Όμως δεν είναι αρκετό ούτε αυτό. Είναι πιθανόν ένα ελαιόλαδο, αν και είναι αποδεκτό στις χημικές αναλύσεις του, να χάνει τον χαρακτηρισμό ως «εξαιρετικό παρθένο», διότι δεν πληροί τα γευσιγνωστικά κριτήρια και υστερεί σε οργανοληπτικά χαρακτηριστικά.
Δειλά την τελευταία τριετία και πλέον δυναμικά κατά την τρέχουσα ελαιοκομική περίοδο εμφανίσθηκε η ποιοτική διάκριση και εντός του φάσματος κριτηρίου εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου (δηλ. κάτω του ορίου 0,8 οξύτητος). Και ίσως αυτό να περνούσε αθορύβως αν δεν είχε οικονομικό αντίκτυπο στην τιμή του. Όσο χαμηλότερη οξύτητα τόσο μεγαλύτερη τρέχουσα τιμή.
Οι ελαιοπαραγωγοί είδαν καχύποπτα αυτή την διάκριση, και διατυπώσουν ευθέως την μομφή ότι πρόκειται για ένα ακόμη τέχνασμα των εμπόρων για συμπίεση των τιμών. Ίσως να έχουν δίκιο. Όμως η αλήθεια, πρέπει να αναζητείται κάπου στην μέση, με κριτήριο το μέτρο (όχι την μετριότητα), χωρίς υπερβολές.
Αφ’ ενός πρέπει να γίνει δεκτό το αυτονόητο, δηλ. ότι ο έμπορος επιδιώκει την μεγιστοποίηση και διασφάλιση του κέρδους του, μειώνοντας ταυτοχρόνως την κατά το δυνατότερον έκθεσή του στον επιχειρηματικό κίνδυνο
Αφ’ ετέρου όμως, το καταναλωτικό κοινό και η επιστήμη, η οποία με την σειρά της επηρεάζει τις επιλογές του προς την κατεύθυνση των ερευνητικών αποτελεσμάτων της, ανεβάζουν τον πήχη των ποιοτικών προσδοκιών από ένα προϊόν. Έτσι δημιουργείται μια τάση-ανάγκη στην αγορά αναζητήσεως για το πρώτο ανάμεσα στα πρώτα, ένα premium-crem de la crem προϊόν. Αποτέλεσμα αυτού είναι η διάκριση τιμών με εξειδικευμένα κριτήρια και μεταξύ των εξαιρετικών παρθένων ελαιολάδων.
Θα προβληματισθεί κάποιος ευλόγως «μα! Τι πρόβλημα μπορεί να έχει ένα ελαιόλαδο με οξύτητα μικρότερη των 0,8 δεκάτων;»
Το βασικότερο είναι ότι ελαιόλαδα με οξύτητα στο ελαιοτριβείο 0,6 δεκάτων και άνω, που αγγίζουν το όριο του 0,8 έχουν αυξημένη διακινδύνευση και λόγῳ εγγενών παραγόντων να υπερβούν το όριο και αυτομάτως να μεταπέσουν σε κατώτερη ποιοτική κατηγορία και να υποτιμηθούν. Επίσης, όταν έχουν παραχθεί από ώριμο ελαιόκαρπο που έχει προσβληθεί από δάκο ή ακόμη χειρότερα από γλοιοσπόριο (το οποίο κακώς υποτιμούμε σε σχέση με τον δάκο), ακόμη και αν η οξύτητα είναι μεταξύ 0,5-0,8 είναι βέβαιο ότι κατά τον χρόνο αποθηκεύσεως όχι μόνο αυτή θα αυξηθεί αλλά το οργανοληπτικό ελάττωμα (δυσοσμία, επίγευση λάσπης ή χώματος) εξ αιτίας του γλοιοσπορίου θα καταστρέψουν κυριολεκτικώς και όποια άλλη ποσότητα αναμειχθεί με αυτό.
Αντιθέτως, τον άγουρο καρπό δεν έχουν προλάβει να τον «μολύνουν» οι ασθένειες, και έχει κατά κανόνα χαμηλή οξύτητα μικρότερη του 0,4 ακόμη και του 0,3. Το ποιοτικό πλεονέκτημα ενός τέτοιου εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου είναι διπλό. Αφ’ ενός έχει μεγαλύτερη αντοχή στον χρόνο και υπό συνθήκες ιδανικής φυλάξεως διατηρείται ως έχει και τον επόμενο χρόνο και από την άποψη αυτή είναι ασφαλής πρώτη ύλη τόσο για τον έμπορο όσο και για τον τυποποιητή και τον τελικό καταναλωτή. Αφ΄ ετέρου είναι πλούσιος σε πολυφαινόλες, χαρακτηριστικό που οι καταναλωτές, λόγω των επιστημονικών ερευνών, αποζητούν όλο και περισσότερο. Τέλος, τα πολυφαινολικά ελαιόλαδα έχουν την δυνατότητα να φέρουν στην ετικέτα τους ισχυρισμό υγιείας που έχει αναγνωρισθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλ. ότι υπό προβλεπόμενες προϋποθέσεις έχουν ευεργετικά αποτελέσματα στην υγιεία μας.
Εν κατακλείδι, ας εναρμονισθούμε με τα επιστημονικά πορίσματα, ας αφουγκραστούμε την αγορά και ας προσαρμοσθούμε στις απαιτήσεις της, βελτιώνοντας στο μέγιστο την ποιότητα του προϊόντος μας. Εμείς στον συνεταιρισμό μας, την «Θερμασία Δήμητρα», στην Ερμιονίδα, διαθέτοντας η περιοχή μας ούτως ή άλλως ένα εξαιρετικό ελαιόλαδο «Π.Ο.Π. Κρανιδίου», το έχουμε κάνει πράξη και για το λόγω αυτό οι συνεταιριστές μας ακόμη και μέχρι τώρα απολαμβάνουν από τις υψηλότερες τιμές παραγωγού σε πανελλήνιο επίπεδο.
Το παρόν άρθρο αποτελεί μέρος δημοσιεύματος του προέδρου του Δ.Σ. Κωνσταντίνου Χ. Μέλλου, στην εφημερίδα agrenda